Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

Τέχνη: Tι απέγινε η παλαιά Μουσική;

Του Σωτήρη Νικόλα Κάσσου

Με την επικράτηση της Ars Nova (μοντέρνες τέχνες) στην ελάχιστα προ αναγεννησιακή Ευρώπη, ανακαλύπτουμε τεράστιες κοινωνικοπολιτικές, επιστημονικές, αλλά και θρησκευτικές αλλαγές. Τέτοιες είναι οι ανακατατάξεις και οι ανασκοπήσεις που οδηγούν τελικά στην έξαρση της αναγέννησης.
Όμως ποιό θα μπορούσε να είναι αυτό το τόσο βασικό βήμα, το οποίο έθεσε τα θεμέλια για μια τόσο διαφορετική θεώρηση των πραγμάτων από αυτή που είχαν οι άνθρωποι έως τότε στον ευρωπαϊκό χώρο;
Εάν δεχτούμε, το γεγονός πως η τέχνη είναι καθρέπτης των κοινωνιών, τότε, έχοντας αυτό το είδωλο, μπορούμε να σκιαγραφήσουμε το πορτρέτο αυτής της κοινωνίας που καθρεπτίζεται σε αυτόν.
Συγκεκριμένα, στη ζωγραφική, έως το μεσαίωνα, κυριαρχεί το δισδιάστατο και συμβολικό. Πρόσωπα, κτίρια και περιβάλλον εν γένει, παρουσιάζονται πάντα σε δύο διαστάσεις, ενώ το χρώμα και το μέγεθος συμβολίζουν έννοιες όπως «πιο δυνατός, σημαντικό πρόσωπο, κτλ». Θα μπορούσε κανείς να πει πως η επιστημονική ακριβολογία απουσίαζε τελείως. Αντίθετα, κατά τη διάρκεια της αναγέννησης, αυτή η επιστημονική ακριβολογία, γίνεται το βασικό εργαλείο για την σύνθεση τρισδιάστατων  πινάκων και σχεδίων.




Στη μουσική βλέπουμε μια παρόμοια πορεία.  Κατά τους προ αναγεννησιακούς χρόνους, η κλίμακα ήταν η αρμονία (δεν είχαμε συνηχήσεις «συγχορδιακού» τύπου), και η αρμονία αυτού του είδους ήταν το «ήθος». Κάθε «τρόπος» -μουσική ορολογία που χαρακτηρίζει κλίμακες οι οποίες δεν είχαν απόλυτα 7 νότες, μπορεί να ήταν τετράχορδα (4 νότες), τρίχορδα (3 νότες)- χαρακτηριζόταν από το ήθος του, το οποίο σε με ελεύθερη ερμηνεία, ήταν το συναίσθημα που δημιουργούσαν οι μελωδικές γραμμές του κάθε τρόπου στον ακροατή.  Αυτές οι μελωδικές γραμμές συνοδευόντουσαν από τα πολύ γνωστά ισοκρατήματα (δευτερεύουσας σημασίας μελωδία, με πολύ βραχείς χρόνους).  Η περιπλοκότητα του μουσικού αυτού είδους στηριζόταν στην περίτεχνη ανάπτυξη μελωδίας, παρά στις ενδιαφέρουσες συνηχήσεις που έχουμε συνηθίσει και στην ευρωπαϊκή μουσική.
Έτσι, σε μια εντελώς ελεύθερη σύνδεση με την ζωγραφική του μεσαίωνα, θα μπορούσαμε να πούμε πως και η μουσική παρουσιάζεται δισδιάστατη,  από την οπτική σκοπιά του χρόνου και της γραμμικής της εξέλιξης με τον χρόνο. Αντίθετα, η αναγεννησιακή μουσική η οποία παρουσιάζει συνηχήσεις, και ελέγχεται κάθετα,  παρουσιάζει τρισδιάστατη μορφή, μέσω του χρόνου, της γραμμικής εξέλιξης με τον χρόνο (=μελωδία), αλλά και της στιγμιαίας συνήχησης η οποία βλέπεται κάθετα κάθε στιγμή (=συγχορδία).
Ένα ακόμη στοιχείο, το οποίο συνηγορεί για αυτή την σημαντική επιρροή που δεχόταν η μουσική κατά την μετά μεσαιωνική εποχή από τις άλλες τέχνες, είναι η γέννηση της Μπαρόκ μουσικής, η οποία δανείζεται την ορολογία Μπαρόκ από την αρχιτεκτονική. Δε μένει όμως μόνο στην ονοματολογία, αλλά δανείζεται και το ύφος της Μπαρόκ αρχιτεκτονικής, την απόλυτη συμμετρία, την βαριά διακόσμηση και το αίσθημα μεγαλοπρέπειας. Άλλα μουσικά είδη που δανείστηκαν το ύφος τους από άλλες τέχνες  είναι η μουσική Αρ Νουβό, η Σουρεαλιστική, η Ρομαντική, κ.α. Επομένως διαπιστώνουμε  πως από την αναγέννηση και μετά, η μουσική επηρεάζεται στο ύφος της περισσότερο, παρά επηρεάζει.
Ερευνώντας τις τέχνες της εποχής αλλά και την επιστημονική δράση των ανθρώπων του μεσαίωνα, σε σύγκριση με αυτή των προ αναγεννησιακών μπορούμε να εκμαιεύσουμε κάποια σημαντικά συμπεράσματα.
Θα πρέπει να έχει κανείς στο μυαλό του, τη φράση του Will Durant: «Η Αναγέννηση ήταν η φωνή μιας αριστοκρατίας η οποία χώρισε τον καλλιτέχνη από τον τεχνίτη». Έως τότε, ο καλλιτέχνης, ήταν ένας πολύ καλός τεχνίτης, ο οποίος στήριζε τη γνώση του στην προφορική παράδοση, στην δοκιμή και τη διόρθωση, και φυσικά στον δάσκαλό του, ο οποίος ήταν ένας μεγαλύτερος τεχνίτης. Ο καλλιτέχνης της αναγέννησης στηρίζει τη γνώση του στην επιστήμη της τέχνης του, στην καταγραφή και την έρευνα.
Ένα ενδιαφέρον και γνωστό παράδειγμα για τη δράση της επιστήμης έως το μεσαίωνα σε σχέση με τις τέχνες είναι  η περίπτωση του Πυθαγόρα και της έρευνάς τους πάνω στη μουσική.



Ο Πυθαγόρας, με το γνωστό μονόχορδό του, με το οποίο απέδειξε τις αναλλοίωτες σχέσεις των διαστημάτων οκτάβας, πέμπτης φυσικής και τετάρτης φυσικής, έδωσε τις πρώτες βάσεις για την επιστημονική κατανόηση για το τι είναι μουσική. Πάνω σε αυτή την έρευνα, ανέπτυξε την θεωρία της μουσικής των σφαιρών. Όμως, τα αποτελέσματά του στην πεντατονική κλίμακα την οποία κατασκεύασε με απόλυτα επιστημονικό τρόπο, απέκλιναν πολύ από την πρακτική εφαρμογή που είχε βρει η μουσική στα χέρια των παραδοσιακών μουσικών. Δεν είχε κάποιος λάθος, απλά η σκοπιά ήταν πολύ διαφορετική του ενός από τον άλλον. Η έρευνα του Πυθαγόρα δεν είχε σκοπό να διδάξει μουσική με έναν επιστημονικό τρόπο, αλλά είχε σκοπό να εδραιώσει μια μαθηματική σχέση η οποία θα ήταν σημείο αναφοράς ώστε με τις κατάλληλες τροποποιήσεις της να δίνει τις κλίμακες ή τρόπους της εποχής.
Μετά τον Πυθαγόρα ακολούθησαν και άλλοι οι οποίοι εργάστηκαν σε αυτό τον τομέα, έως ότου τελικά η μουσική επηρεάστηκε τόσο, ώστε να γίνει ξεχωριστός επιστημονικός κλάδος.
Με το πέρας του 15ου αιώνα,  παρατηρείται μια έξαρση στην επιστημονική έρευνα, η οποία έχοντας ένα συνεχώς αυξανόμενο κοινό, αναζητά μια κοινή γλώσσα, η οποία θα έχει το προτέρημα να μην χάνει το νόημά της από μετάφραση σε μετάφραση. Αυτή η νέα γλώσσα είναι τα μαθηματικά, τα οποία πλέον δομούνται σε πλήρη αναλογία μιας γραπτής γλώσσας προς μιας ομιλούμενης. Όμως αυτό το βήμα, περιέχει μια πιο βαθιά αισθητική αλλαγή η οποία είχε αισθαντικά αποτελέσματα για τον τρόπο μετάδοσης της πληροφορίας και άρα τον τρόπο που ο νέος άνθρωπος αναζητούσε αυτή την
πληροφορία.




Η πληροφορία, άλλαξε τρόπο μετάδοσης κατά τους αιώνες που ακολούθησαν τη πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στην αρχή πολύ αργά. Μέχρι τις μέρες μας, ενώ έχει εδραιωθεί η νέα μέθοδος μετάδοσης της πληροφορίας, παρόλα αυτά συνεχίζει να εξελίσσεται. Αυτή η νέα μέθοδος ονομάζεται εικονική. Ο λόγος είναι το ότι στηρίζεται στην εικόνα, η οποία μεταφέρει είτε ένα ξεκάθαρο μήνυμα (το σχέδιο ενός δέντρου, είναι ένα δέντρο) είτε συμβολικά, (το σύμβολο 5% δηλώνει μια μαθηματική πράξη και ένα νόημα, «πέντε ποσότητες από τις εκατό ποσότητες). Η προηγούμενη μέθοδος μετάδοσης της πληροφορίας ήταν προφανώς η ηχητική. Μέσω της ομιλίας, από στόμα σε αυτί, κατά την αρχαιότητα μέχρι το μεσαίωνα και αργότερα όλο και λιγότερο, αποστηθίζονταν ολόκληρα έπη. Η ανάγνωση και η γραφή αυτή την εποχή ήταν κάτι το ειδικό, και δεν νοούταν μη ομιλία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό του Αγίου Αμβρόσιου, ο οποίος τον 2ο αιώνα μ.Χ. ανακηρύχθηκε άγιος επειδή κατείχε ένα τρομερό χάρισμα για την εποχή. Το να μπορεί να διαβάζει σιωπηρά, χωρίς δηλαδή να λέει φωναχτά αυτό που διαβάζει.
Αυτή η επιστημονική εξέλιξη, πέρασε σιγά-σιγά και σε όλες τις άλλες τέχνες, και κατά την αναγέννηση επηρέασε όλη τη δομή των τεχνών εισάγοντας πρώτα και κύρια την καταγραφή. Έτσι και στη μουσική, έχουμε ραγδαία εξέλιξη της καταγραφής της μουσικής σε συστήματα τα οποία θα γινόντουσαν το σε όλους γνωστό πεντάγραμμο.
Όλες όμως αυτές οι αλλαγές, σήμαιναν και κάτι πολύ απλό. Το τέλος της ανάγκης της αποστήθισης. Έτσι δεν εξασκούνταν πια η τέχνη της απομνημόνευσης, αφού ακόμη και τις αγορές της ημέρας μπορούσες να τις γράψεις σε ένα χαρτί. Αυτή η βαθιά αλλαγή στον τρόπο αντιμετώπισης της πραγματικότητας είχε ως αποτέλεσμα η μουσική να πρέπει να προσαρμοστεί. Πλέον ο συνθέτης θα έπρεπε συνέχεια να υπενθυμίζει στον ακροατή του τα βασικά του θέματα, η ανάπτυξη της μελωδίας δεν μπορούσε να πλατειάζει τόσο όσο πριν. Το νέο μουσικό ύφος θα έπρεπε να δομηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να προσφέρει κοινά σημεία αναφοράς με την εικονική πραγματικότητα. Έτσι, οδηγήθηκαν στην εξαφάνιση οι παλαιές πρακτικές σύνθεσης. Παράλληλα, δίνεται και μια εξήγηση στο γιατί η μουσική, μετά την αναγέννηση κυρίως, ακολουθεί τις άλλες τέχνες. Ο λόγος είναι, πως οι εικαστικές τέχνες, έχουν να κάνουν με την εικόνα, και άρα είναι πιο προσιτές στο μοντέρνο τρόπο αναζήτησης της πληροφορίας, ενώ η μουσική ανήκει στον παλιό τρόπο ο οποίος τείνει να χαθεί.



Η παλαιά μουσική, κρύφτηκε στα ενδότερα της νέας, σε μορφή μουσικής θεωρίας. Ποτέ οι βασικές αρχές της δε μπόρεσαν να ξεπεραστούν και να σταματήσει η χρήση τους, αφού η ίδια η φύση της μουσικής είναι αυτή της προφορικής-λόγιας δράσης. Είναι μια μορφή τέχνης απόλυτα συνδεδεμένη με την προ-εικονική πραγματικότητα και για αυτό το λόγο πλέον φαίνεται να εκφράζει κάτι το άπιαστο ή προσδιόριστο. Πλέον η παλαιά μουσική, ώντας μουσικό είδος πιο αρχέγονο, γοητεύει περισσότερο, μαγεύει, γιατί πια κανείς δεν αναζητά σε αυτή πληροφορία. Ετσι, απογυμνωμένη από όλες τις προσδοκίες του μοντέρνου ανθρώπου για «νόημα» στην μουσική, μπορεί να δώσει ανενόχλητη τον αλλόκοσμο εαυτό της.

συγγραφέας: Σ. Ν. Κάσσος

Αναδημοσιεύεται απο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου